- καμηλό
- το(λ. γαλλ.), είδος μάλλινου υφάσματος από τρίχες καμήλας ή γίδας: Είναι από καμηλό ύφασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καμηλό — και καμελό, το (ακλ.) 1. είδος χοντρού μάλλινου υφάσματος που κατασκευάστηκε στην αρχή από τρίχες καμήλας, αργότερα όμως και από μαλλί προβάτου ή κατσίκας 2. ρούχο, ιδίως παλτό, κατασκευασμένο από ύφασμα καμηλό 3. ονομασία που προήλθε από το… … Dictionary of Greek
καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
καμελό — το βλ. καμηλό … Dictionary of Greek
χοιροβοσκός — ο, ΝΜΑ βοσκός χοίρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + βοσκός (< βόσκω), πρβλ. καμηλο βοσκός, ὑο βοσκός] … Dictionary of Greek
Παμφίλι — (Pamphili). Ρωμαϊκή οικογένεια ευγενών. Γενάρχες της οικογένειας θεωρούνται ο Ιάκωβος και ο Φραντσέσκο, που έζησαν τον 15o αι. Από την οικογένεια αυτή προέρχεται ο Τζιαμπατίστα, που έγινε πάπας με το όνομα Ινοκέντιος I». Ο Καμήλο Π. μετά τον γάμο … Dictionary of Greek